- ἀπονίπτεται
- ἀπονίζωwash offpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευαπόνιπτος — εὐαπόνιπτος, ον (Α) αυτός που εύκολα απονίπτεται, καθαρίζεται, εξαλείφεται, ο ευεξάλειπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο νίζω ή μτγν. απο νίπτω «εκπλύνω»] … Dictionary of Greek